- υποδέρω
- Ααφαιρώ το δέρμα λίγο ή προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δέρω «γδέρνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
υποδορά — ἡ, Α [ὑποδέρω] σταδιακή αφαίρεση δέρματος, βαθμιαία εκδορά … Dictionary of Greek